κενοφρων

κενοφρων
    κενόφρων
    κενό-φρων
    2, gen. ονος пустой, легкомысленный, бессмысленный
    

(βουλεύματα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κενοφρων" в других словарях:

  • κενόφρων — και κενεόφρων, ὁ (Α) αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ φρων, καρτερό φρων] …   Dictionary of Greek

  • κενόφρων — empty minded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενόφρονα — κενόφρων empty minded neut nom/voc/acc pl κενόφρων empty minded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενοφρόνων — κενόφρων empty minded gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενόφρονες — κενόφρων empty minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMBRYON — Theocriti Chii vitam seripsit, ut Laertius in Aristotelis vita auctor est: ubi ex eo refert maledicum hoc Theocriti eiusce epigramma in naturae promum condum Aristotelem: Ε῾ρμείου Ε᾿υνούχου ἠδ᾿ Ε᾿υβούλου ἅμα δούλου. Σῆμα κενὸν κενόφρων τευξεν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κενοφροσύνη — και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενόφρων] κενότητα τού νου, ανοησία, μωρία …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»